ἐπιπλεύσει

ἐπιπλεύσει
ἐπίπλευσις
sailing against
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐπιπλεύσεϊ , ἐπίπλευσις
sailing against
fem dat sg (epic)
ἐπίπλευσις
sailing against
fem dat sg (attic ionic)
ἐπιπλέω
sail upon
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιπλέω
sail upon
fut ind act 3rd sg
ἐπιπλέω
sail upon
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγκουφίζω — ΜΑ 1. σηκώνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους 2. συνεργώ ώστε να γίνει κάτι πιο ελαφρύ αρχ. βοηθώ κάποιον να μείνει στην επιφάνεια τού νερού, να επιπλεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κουφίζω (II) «σηκώνω, εγείρω» (< κοῦφος «άδειος, ελαφρύς»)] …   Dictionary of Greek

  • κλίνη, ναυπηγική — Μακριά πρισματική κατασκευή στην οποία ναυπηγούνται τα πλοία. Κατασκευάζεται συνήθως με τοιχοποιία ή τσιμέντο, ενώ, αν πρόκειται για μικρά σκάφη, με ξύλο. Η κλίση της ν.κ., σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, πρέπει να είναι τέτοια ώστε η συνιστώσα …   Dictionary of Greek

  • Νεκρά Θάλασσα — (αραβ. Al – Bahr, εβρ. Yam ha – Melah). Λιμναία λεκάνη (1.020 τ. χλμ.) της Παλαιστίνης, στο βαθύπεδο του Ελ Γορ. Ανήκει στην Ιορδανία, εκτός από το νοτιοδυτικό τμήμα που ανήκει στο Ισραήλ. Bρίσκεται περίπου 395 μ. κάτω από την επιφάνεια της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”